Φρόνηση καιελευθερία τουλόγου

(Άρθροτου ΧαρίδημουΚ. Τσούκα,καθηγητή στο ALBAκαι στο University of Warwick,στην«Καθημερινή»στις 26-27/4/08, που  μαςεντυπωσίασεγια τηνποιότητα, τη σαφήνειακαι τηναντικειμενικότητάτου)

 

Οπρόεδρος τηςΕνωσης Εισαγγελέωνκ. Σ. Μπάγιαςέδωσε μια ήδηεπίμαχη συνέντευξηστα «Νέα» (18/3/2008) καιπαραπέμφθηκεστο ΠειθαρχικόΣυμβούλιο απότον εισαγγελέατου ΑρείουΠάγου κ. Γ. Σανιδά.Η εντυπωσιακήδημόσιασυμπαράστασηστον κ. Μπάγιατέθηκε, κυρίως,με όρουςπροστασίας τηςελευθερίας τουλόγου: έναςσυνδικαλιστήςεισαγγελέαςδικαιούται ναεκφέρειελεύθερα τηγνώμη του γιατη Δικαιοσύνη,ακόμα κι αναυτή δεν είναι αρεστήστουςπροϊσταμένουςτου. Ελάχιστοι,φυσικά, θαδιαφωνήσουν μετην άποψη αυτή.Υπάρχει, όμως, κιένα άλλο, πιολεπτό ερώτημα,που σπάνιατίθεται: πώς(πρέπει να) χρησιμοποιείταιη ελευθερίατου λόγου;

Αςπάρουμε έναακραίοπαράδειγμα.Στις πρόσφατεςπροεδρικέςεκλογές στηνΚυπριακήΔημοκρατία, οΑρχιεπίσκοποςΧρυσόστομοςκάλεσε τουςπολίτες ναψηφίσουν τονκεντροδεξιόυποψήφιο. Οτανξεσηκώθηκεκύμα διαμαρτυριώνγια τηναπροκάλυπταπολιτικήπαρέμβαση τουθρησκευτικούηγέτη,υποστηρικτέςτου Αρχιεπισκόπουυπεραμύνθηκαντουδικαιώματόςτου να μιλά ελεύθερα,όπως κάθεπολίτης.Αναδιατυπώνωτο αρχικό ερώτημα:θέτει όρια ηθεσμικήιδιότητα τουομιλητή στηνελευθερία τουλόγου του; 

Ποιαήταν τα επίμαχασημεία τηςσυνέντευξηςΜπάγια; Τα εξήςδύο. Πρώτον, ο κ.Μπάγιαςδιατύπωσε τηγνώμη ότι «ειδικάγια την υπόθεση(των υποκλοπών)δεν μπορώ παρά νααναγνωρίσω ότιυπήρξεαδικαιολόγητηαδράνεια τηςΕισαγγελίας τουλάχιστονκατά το αρχικόστάδιο. Μιαπροκαταρκτικήέρευνα που έπρεπενα ολοκληρωθείσε λίγες–ελάχιστες–ημέρες,διήρκεσεέντεκαολόκληρουςμήνες […]» .

Μετη δήλωση αυτήο πρόεδρος τηςΕνωσηςΕισαγγελέωνουσιαστικάεπικρίνειδημοσίωςσυναδέλφουςτου. Προσέξτεότι δενπροσκομίζεικανέναστοιχείο, μόνοκρίνει. Γιατί η «αδράνειατηςΕισαγγελίας» ήταν «αδικαιολόγητη»; Είχε τηναπαιτούμενηενημέρωση ο κ.Μπάγιας που του επέτρεψενα εκφραστείαπαξιωτικά γιατο έργο τωναρμοδίωνσυναδέλφωντου; Αν την είχε,δεν τη μοιράστηκεμαζί μας – ολόγος τουέμεινε αόριστακαταγγελτικόςκαι, κατά τούτο,όχι ποιοτικάδιαφορετικόςαπό τον λόγοπολλώνανεύθυνωντηλεσχολιαστών.Εμπίπτει στηναρμοδιότητατου προέδρουτης ΕνωσηςΕισαγγελέων νακρίνειδημοσίως τηνποιότητα τουέργου δικαστικώνλειτουργών;Μπορεί, βεβαίως,να έχει την(ιδιωτική) άποψήτου, όπως είχε οΑρχιεπίσκοποςΚύπρου για τουςπροεδρικούςυποψήφιους,αλλά πρέπει να τηδημοσιοποιεί;Δεν υπερβαίνειέτσι τιςθεσμικές (συνδικαλιστικές)αρμοδιότητέςτου;

Δεύτερον,ο κ. Μπάγιαςισχυρίστηκεότι οιδικαστές εργάζονταιμε «ανασφάλεια»«εξαιτίας τωνπολλών καισοβαρών αδικιώντου ΑνωτάτουΔικαστικούΣυμβουλίου σεθέματαπροαγωγών,μεταθέσεων,αποσπάσεων κ.λπ. μετη λήψη αποφάσεων,απρόσμεναευμενών ήδυσμενών, γιατους υπό κρίσησυναδέλφους […]». Ο ισχυρισμόςαυτός, αν καιεμπίπτει σταόρια του συνδικαλιστικούλόγου, είναιεπίσηςατεκμηρίωτος.Εναςσυνδικαλιστήςεισαγγελέαςδικαιούται ναεπισημάνειδημοσίως τυχόνκακές αποφάσειςτων αρμοδίωνοργάνων γιαθέματαυπηρεσιακήςεξέλιξης, αλλά,αν τονενδιαφέρει ηδιόρθωσή τους,πρέπει να τοκάνει μεσύνεση.

Ηδημόσιακριτική τηςλειτουργίαςτων θεσμών από τουςίδιους τουςλειτουργούςτους είναι μιαχειρουργικήςακρίβειαςάσκηση: από τημια μεριά πρέπειναεπισημανθούντεκμηριωμένατα κακώςκείμενα, ενώ, απότην άλλη, δενπρέπει να κλονισθείη δημόσιαεμπιστοσύνηστον θεσμό.Αντιλαμβάνεστετη λεπτότηταλόγου που πρέπεινα διαθέτεικάποιος για νασυγκεράσειαυτές τις δύοαντικρουόμενεςαπαιτήσεις.Ομολογουμένωςδύσκολαεπιτυγχάνεταιαυτό στησημερινήΕλλάδα, όπου ηεντυπωσιοθηρικάκαταγγελτικήρητορική τωνσυνδικαλιστώντων ΔΕΚΟ καιτων ΜΜΕπαρέχουν τοκυρίαρχοπρότυποδημόσιου λόγου. 

Προσέξτεπώς ησυνέντευξη τουκ. Μπάγιαεγγράφηκε στοπολιτικόλογοπλαίσιο (discourse)τηςφιλοξενούσαςεφημερίδας·τιτλοφορήθηκε«Κουκούλωσαντις υποκλοπές» – τοκατ’ εξοχήναντικυβερνητικόσύνθημα τηςαντιπολίτευσης.Ο αόριστα, καιγι’ αυτό απλοϊκά,καταγγελτικόςλόγος ενόςσυνδικαλιστήδικαστικούλειτουργούαμέσωςπολιτικοποιήθηκε·η Δικαιοσύνηβρέθηκε, γιαμια ακόμη φορά,στο κέντρο τηςπολιτικήςδιαμάχης. Ηασύνετηπειθαρχικήδίωξη του κ.Μπάγια επέτεινετην πολιτικήσύγκρουση γύρωαπό τηΔικαιοσύνη. Σε έναιστορικάυπερπολιτικοποιημένοθεσμικό σύστημα,όπως τοελλαδικό, ηεσωτερική«διαμάχη» ενόςθεσμού προβλέψιμαδιογκώθηκε καιαπέκτησεπολιτικό χαρακτήρα.Για την(εκάστοτε)αντιπολίτευσηείναι μια ακόμαευκαιρία ναπληγεί η(εκάστοτε)κυβέρνηση. Τοδιαχρονικόμοτίβο (pattern) τηςπολιτικοποίησηςτων θεσμών –ηχρόνια μάστιγατου δημόσιουβίου– ενεργοποιήθηκεξανά.

Τοβαθύτεροπρόβλημα,βέβαια,παραμένει καιεπιτείνεται:ένα λαϊκιστικόπολιτικόσύστημασυστηματικάμεταφέρει ταδικά τουπροβλήματαστους ώμους τηςΔικαιοσύνης. Ηεμπλοκή της σεμείζονα πολιτικάθέματα από τουςλαϊκιστέςπολιτικούς,υπερπολιτικοποιείτη λειτουργίατης και τηςαποστερεί τον θεσμικάαυτόνομο καιαυτονόηταδεδομένοχαρακτήρα της– την άρρητηεμπιστοσύνη πουπρέπει να περιβάλλεικάθε θεσμό πουλειτουργείκαλά. Τόσο ησυνέντευξη, όσοκαι ησυνακόλουθηδίωξη του κ.Μπάγια,ανεξαρτήτωςπροθέσεων,εμπλέκουνακόμηπερισσότερο τηΔικαιοσύνη σταιδιοτελήσχέδια τωνλαϊκιστώνπολιτικών. ΗΔικαιοσύνηζημιώνεται, ηκοινωνίαχάνει. 

Ανοαυτοπεριορισμόςείναι το κατ’εξοχήνπρόβλημα τηςΔημοκρατίας,όπως τόνιζε οΚορνήλιοςΚαστοριάδης,στην Ελλάδαείναι είδος ενανεπαρκεία. Οαυτοπεριορισμόςαπαιτείδημόσιουςλειτουργούς μεαίσθηση τουμέτρου καιαντίληψησυν-ευθύνηςγια τηλειτουργία τωνθεσμών. Οποιοςεπιμένει ότιμόνο αυτόςορθοφρονεί («μόνοςφρονείν»),λέει οΚαστοριάδης,δεν βρίσκεταιμέσα στην οργανωμένησυλλογικότητα(στο «ίσονφρονείν») –δεν συνυφαίνειτην ιδιότητατου ελεύθερουπολίτη με τιςθεσμικέςυποχρεώσειςτουλειτουργήματόςτου. Θέλειφρόνηση ηελευθερία τουλόγου, όχι μόνοτόλμη.